- παραπειράομαι
- παραπειράομαι,A make trial of one, so as to ascertain his will, π. Διός, εἰ . . Pi.O.8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπειρῶνται — παραπειράομαι make trial of pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) παραπειράομαι make trial of pres ind mp 3rd pl παραπειράομαι make trial of pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπειρᾶσθαι — παραπειράομαι make trial of pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)